βρυχηδόν

βρυχηδόν
βρῡχ-ηδόν, Adv., ([etym.] βρύχω)
A with gnashing of teeth, AP9.371.
II ([etym.] βρυχάομαι) with bellowing, A.R.3.1374, Nonn.D.29.311.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • βρυχηδόν — βρῡχηδόν , βρυχηδόν with gnashing of teeth indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ηδόν — πρόκειται για κατάλ. επιρρημάτων τής Αρχαίας που αποτελεί παρεκτεταμένη με η μορφή τού επιθήματος δον, που σχηματίστηκε με μετακίνηση τών ορίων τού επιθήματος από τύπους τών οποίων το θέμα έληγε σε η : αγελη δόν > αγελ ηδόν. Τόσο το επίθημα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”